bn:00092690v
Verb Concept
EL
κανονικοποιώ  ομαλοποιώ  τακτοποιώ
EL
Επαναφέρω κάτι σε κατάσταση ομαλότητας, κάνω κάτι (πάλι) ομαλό, έτσι ώστε να μπορεί να λειτουργεί ή να εξελίσσεται κανονικά Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Επαναφέρω κάτι σε κατάσταση ομαλότητας, κάνω κάτι (πάλι) ομαλό, έτσι ώστε να μπορεί να λειτουργεί ή να εξελίσσεται κανονικά Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet