bn:00092734v
Verb Concept
EL
σχετίζομαι
EL
Για κάτι που έχει σχέση, που συνδέεται με κάποιον ή με κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Για κάτι που έχει σχέση, που συνδέεται με κάποιον ή με κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet