bn:00092756v
Verb Concept
EL
μένω  παραμένω  παραμένουν
EL
Εξακολουθώ να είμαι, διατηρούμαι όπως ή όπου ήμουν, μένω αμετακίνητος, αμετάβλητος, σταθερός, παραμένω στην ίδια κατάσταση Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Εξακολουθώ να είμαι, διατηρούμαι όπως ή όπου ήμουν, μένω αμετακίνητος, αμετάβλητος, σταθερός, παραμένω στην ίδια κατάσταση Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
WordNet Translations