bn:00092764v
Verb Concept
EL
αναπολώ
EL
Επαναφέρω στη μνήμη μου συνήθως νοσταλγικά (πρόσωπα, γεγονότα, περίοδο από το παρελθόν), αναπολώ Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Επαναφέρω στη μνήμη μου συνήθως νοσταλγικά (πρόσωπα, γεγονότα, περίοδο από το παρελθόν), αναπολώ Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet