bn:00092783v
Verb Concept
EL
απομακρύνω
EL
Μεταφέρω μακριά, κάνω (κάποιον,κάτι) να πάει μακριά, μετακινώ κάτι συγκεκριμένο, απτό ή κάτι αφηρημένο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Μεταφέρω μακριά, κάνω (κάποιον,κάτι) να πάει μακριά, μετακινώ κάτι συγκεκριμένο, απτό ή κάτι αφηρημένο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet