bn:00092905v
Verb Concept
EL
αναπαύομαι  ξεκουράζομαι
EL
Διακόπτω προσωρινά εργασία, πράξη, για να ξεκουραστώ Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Διακόπτω προσωρινά εργασία, πράξη, για να ξεκουραστώ Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet