bn:00092911v
Verb Concept
EL
περιορίζω
EL
Θέτω όρια σε κάποιο τόπο για την ελεύθερη κίνηση, δράση, είσοδο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Θέτω όρια σε κάποιο τόπο για την ελεύθερη κίνηση, δράση, είσοδο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet