bn:00092993v
Verb Concept
EL
εξεγείρομαι
EL
Παρακινώ κάποιον να επαναστατήσει, ξεσηκώνω, π.χ. ο λαός εξεγέρθηκε εναντίον του τυράννου, επαναστάτησε Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Παρακινώ κάποιον να επαναστατήσει, ξεσηκώνω, π.χ. ο λαός εξεγέρθηκε εναντίον του τυράννου, επαναστάτησε Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet