bn:00093055v
Verb Concept
EL
κατακομματιάζω  κομματιάζω  σκίζω
EL
Κόβω κάτι σε πολλά μικρά κομμάτια, με αποτέλεσμα να το καταστρέψω Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Κόβω κάτι σε πολλά μικρά κομμάτια, με αποτέλεσμα να το καταστρέψω Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary