bn:00093299v
Verb Concept
EL
ζεματίζω
EL
Περιβρέχω κάτι με ζεματιστό, καυτό υγρό (νερό κ.τ.λ.) ή το βυθίζω μέσα σε τέτοιο υγρό Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Περιβρέχω κάτι με ζεματιστό, καυτό υγρό (νερό κ.τ.λ.) ή το βυθίζω μέσα σε τέτοιο υγρό Greek Open Multilingual WordNet
IS A
DERIVATION
Greek Open Multilingual WordNet