bn:00093437v
Verb Concept
EL
πιάνω  συλλαμβάνω  τσακώνω
EL
Συλλαμβάνω κάποιον να κάνει κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Συλλαμβάνω κάποιον να κάνει κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet