bn:00093472v
Verb Concept
EL
ανταλλάσσω έναντι χρημάτων  πουλώ
EL
Δίνω κάτι σε κάποιον και παίρνω από αυτόν κάτι άλλο,κάνω ανταλλαγή, ανταλλάσσω έναντι χρημάτων Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Δίνω κάτι σε κάποιον και παίρνω από αυτόν κάτι άλλο,κάνω ανταλλαγή, ανταλλάσσω έναντι χρημάτων Greek Open Multilingual WordNet