bn:00093501v
Verb Concept
EL
διαχωρίζω  ξεχωρίζω
EL
Χωρίζω τα συστατικά από τα οποία αποτελείται κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Χωρίζω τα συστατικά από τα οποία αποτελείται κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet