bn:00093528v
Verb Concept
EL
ανακόπτω
EL
Σταματώ την εξέλιξη μιας πορείας ή την πρόοδο μιας κατάστασης Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Σταματώ την εξέλιξη μιας πορείας ή την πρόοδο μιας κατάστασης Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet