bn:00093929v
Verb Concept
EL
μυρίζω  οσφραίνομαι  οσμίζομαι  μυρίζει
EL
Αντιλαμβάνομαι με την όσφρηση μια οσμή,μια μυρωδιά από κάποιον ή κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Αντιλαμβάνομαι με την όσφρηση μια οσμή,μια μυρωδιά από κάποιον ή κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Αντιλαμβάνομαι την παρουσία μορίων στον αέρα εισπνέοντάς τα μέσω της μύτης. OmegaWiki
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations