bn:00094141v
Verb Concept
EL
πιτσιλίζω
EL
Εκτοξεύω με ορμή σταγόνες υγρού ή υδαρούς ουσίας σε κάποιον ή κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Εκτοξεύω με ορμή σταγόνες υγρού ή υδαρούς ουσίας σε κάποιον ή κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet