bn:00094238v
Verb Concept
EL
σταθεροποιώ
EL
Κάνω κάτι σταθερό ή εξασφαλίζω μια κατάσταση όπου επικρατεί ισορροπία και όχι διακυμάνσεις Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Κάνω κάτι σταθερό ή εξασφαλίζω μια κατάσταση όπου επικρατεί ισορροπία και όχι διακυμάνσεις Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary