bn:00094303v
Verb Concept
EL
λιμοκτονώ
EL
Υποφέρω πολύ από παρατεταμένη στέρηση τροφής ή των αναγκαίων, εξαιτίας μεγάλης φτώχειας, ανέχειας Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Υποφέρω πολύ από παρατεταμένη στέρηση τροφής ή των αναγκαίων, εξαιτίας μεγάλης φτώχειας, ανέχειας Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet