bn:00094361v
Verb Concept
EL
σκληραίνω
EL
Κάνω κάποιον ή κάτι σκληρό ή σκληρότερο από ό,τι είναι Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Κάνω κάποιον ή κάτι σκληρό ή σκληρότερο από ό,τι είναι Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet