bn:00094501v
Verb Concept
EL
μελετάω  σπουδάζω
EL
Μελετώ κάτι, κυρίως για επιστήμη, συστηματικά και μεθοδικά, ενταγμένος στην ανώτερη ή ανώτατη βαθμίδα του εκπαιδευτικού συστήματος Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Μελετώ κάτι, κυρίως για επιστήμη, συστηματικά και μεθοδικά, ενταγμένος στην ανώτερη ή ανώτατη βαθμίδα του εκπαιδευτικού συστήματος Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
OmegaWiki