bn:00094569v
Verb Concept
EL
θηλάζω
EL
(για γυναίκα ή για θηλυκό ζώο) ρουφώ γάλα από τη θηλή του μαστού, τρέφομαι με γάλα από το μαστό Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
(για γυναίκα ή για θηλυκό ζώο) ρουφώ γάλα από τη θηλή του μαστού, τρέφομαι με γάλα από το μαστό Greek Open Multilingual WordNet
ENTAILMENT
Greek Open Multilingual WordNet