bn:00094628v
Verb Concept
EL
εκπλήσσω  κάνω έκπληξη
EL
Προκαλώ σε κπ. συναίσθημα έκπληξης, απορίας και θαυμασμού, αφήνω κπ. έκπληκτο, ξαφνιάζω, καταπλήσσω Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Προκαλώ σε κπ. συναίσθημα έκπληξης, απορίας και θαυμασμού, αφήνω κπ. έκπληκτο, ξαφνιάζω, καταπλήσσω Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet