bn:00094678v
Verb Concept
EL
λικνίζω  ταλαντεύω
EL
Κάνω κάτι να κινείται πότε προς τη μια κατεύθυνση και πότε προς την άλλη, να κουνιέται πέρα-δώθε Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Κάνω κάτι να κινείται πότε προς τη μια κατεύθυνση και πότε προς την άλλη, να κουνιέται πέρα-δώθε Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet