bn:00094802v
Verb Concept
EL
μεταπείθω
EL
Κάνω κάποιον να αλλάξει ορισμένη απόφαση ή γνώμη Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Κάνω κάποιον να αλλάξει ορισμένη απόφαση ή γνώμη Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet