bn:00094833v
Verb Concept
EL
γεύομαι  δοκιμάζω
EL
Δοκιμάζω τη γεύση φαγητού ή ποτού βάζοντας στο στόμα μου μια μικρή ποσότητα, διακρίνω γεύσεις Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Δοκιμάζω τη γεύση φαγητού ή ποτού βάζοντας στο στόμα μου μια μικρή ποσότητα, διακρίνω γεύσεις Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet