bn:00094967v
Verb Concept
EL
καλλιεργώ
EL
Εκτελώ ένα σύνολο γεωργικών εργασιών, κυρίως οργώνω και λιπαίνω ένα κομμάτι γης, για να το προετοιμάσω για καλλιέργεια Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Εκτελώ ένα σύνολο γεωργικών εργασιών, κυρίως οργώνω και λιπαίνω ένα κομμάτι γης, για να το προετοιμάσω για καλλιέργεια Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet