bn:00095040v
Verb Concept
EL
αγγίζω  αγγίξει
EL
Έχω φυσική επαφή με κάποιον, ακουμπώ κάποιον με το χέρι Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Έχω φυσική επαφή με κάποιον, ακουμπώ κάποιον με το χέρι Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
WordNet Translations