bn:00095091v
Verb Concept
EL
μεταμορφώνω  μεταρρυθμίζω  μετασκευάζω  μετασχηματίζω
EL
Μεταβάλλω ως προς το σχήμα, τη μορφή ή τη δομή, δίνω νέα μορφή σε κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Μεταβάλλω ως προς το σχήμα, τη μορφή ή τη δομή, δίνω νέα μορφή σε κάτι Greek Open Multilingual WordNet