bn:00095204v
Verb Concept
EL
εμπιστεύομαι
EL
Έχω εμπιστοσύνη σε κάποιον για ικανότητα ή ιδιότητά του Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Έχω εμπιστοσύνη σε κάποιον για ικανότητα ή ιδιότητά του Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet