bn:00095323v
Verb Concept
EL
ξεγαντζώνω
EL
Αποσπώ κάτι από εκεί που είναι γαντζωμένο, το βγάζω από το γάντζο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αποσπώ κάτι από εκεί που είναι γαντζωμένο, το βγάζω από το γάντζο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet