bn:00095646v
Verb Concept
EL
πλένομαι
EL
(τριτοπρόσωπο για ρούχα) μπορώ να πλυθώ ή πλένομαι σε συγκεκριμένη θερμοκρασία Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
(τριτοπρόσωπο για ρούχα) μπορώ να πλυθώ ή πλένομαι σε συγκεκριμένη θερμοκρασία Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet