bn:00095681v
Verb Concept
EL
κερώνω
EL
Καλύπτω κάτι με κερί επαλείφοντάς το ή βυθίζοντάς το σε κερί ή σε ανάλογων ιδιοτήτων υγρό, ώστε να καλυφθούν οι πόροι του και να γίνει αδιάβροχο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Καλύπτω κάτι με κερί επαλείφοντάς το ή βυθίζοντάς το σε κερί ή σε ανάλογων ιδιοτήτων υγρό, ώστε να καλυφθούν οι πόροι του και να γίνει αδιάβροχο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet