bn:00095682v
Verb Concept
EL
αδυνατίζω  εξασθενίζω
EL
Κάνω κάτι αδύναμο, ασθενικό ή λιγότερο έντονο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Κάνω κάτι αδύναμο, ασθενικό ή λιγότερο έντονο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet