bn:00095758v
Verb Concept
EL
ασβεστώνω
EL
Επιχρίω επιφάνεια τοίχου, δαπέδου, οροφής κ.λπ. με πολτό ασβέστη Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Επιχρίω επιφάνεια τοίχου, δαπέδου, οροφής κ.λπ. με πολτό ασβέστη Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet