bn:00096185a
Adjective Concept
EL
εξωτερικός
EL
Αυτός που αναφέρεται σε ή προέρχεται από ξένες περιοχές ή χώρες, π .χ. εξωτερικές ειδήσεις, εξωτερικός εχθρός Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που αναφέρεται σε ή προέρχεται από ξένες περιοχές ή χώρες, π .χ. εξωτερικές ειδήσεις, εξωτερικός εχθρός Greek Open Multilingual WordNet
SIMILAR
Greek Open Multilingual WordNet