bn:00096384a
Adjective Concept
EL
ενεργός  ενεργό
EL
Που ενεργεί, δρα, για να πετύχει αποτέλεσμα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Που ενεργεί, δρα, για να πετύχει αποτέλεσμα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations