bn:00096387a
Adjective Concept
EL
ενεργητικός
EL
Που έχει την τάση, τη δύναμη και τη διάθεση να ενεργεί, να δρα για να πετύχει κάποιο αποτέλεσμα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Που έχει την τάση, τη δύναμη και τη διάθεση να ενεργεί, να δρα για να πετύχει κάποιο αποτέλεσμα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet