bn:00096388a
Adjective Concept
EL
ενεργός
EL
Αυτός που είναι γεμάτος δραστηριότητα ή εμπλέκεται σε συνεχή δραστηριότητα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που είναι γεμάτος δραστηριότητα ή εμπλέκεται σε συνεχή δραστηριότητα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet