bn:00096394a
Adjective Concept
EL
ενεργό
EL
(γεωλ.) ηφαίστειο στο οποίο έχει σημειωθεί τουλάχιστον μία έκρηξη κατά τους ιστορικούς χρόνους Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
(γεωλ.) ηφαίστειο στο οποίο έχει σημειωθεί τουλάχιστον μία έκρηξη κατά τους ιστορικούς χρόνους Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet