bn:00096597a
Adjective Concept
EL
στοργικός  φιλόστοργος
EL
(για πρόσ.) που κατέχεται από συναισθήματα στοργής για κάτι και που εκδηλώνει τα συναισθήματα αυτά Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
(για πρόσ.) που κατέχεται από συναισθήματα στοργής για κάτι και που εκδηλώνει τα συναισθήματα αυτά Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet