bn:00097733a
Adjective Concept
EL
ελκυστικός
EL
Αυτός που έχει την ικανότητα να ελκύει, να τραβά προς τον εαυτό του τη προσοχή και το ενδιαφέρον των άλλων, να τους θέλγει, να τους γοητεύει Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που έχει την ικανότητα να ελκύει, να τραβά προς τον εαυτό του τη προσοχή και το ενδιαφέρον των άλλων, να τους θέλγει, να τους γοητεύει Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
OmegaWiki