bn:00097967a
Adjective Concept
EL
άσχημος  κακός
EL
Αυτός που είναι επικίνδυνος, που έχει άσχημες επιπτώσεις Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που είναι επικίνδυνος, που έχει άσχημες επιπτώσεις Greek Open Multilingual WordNet
DERIVATION
Greek Open Multilingual WordNet