bn:00098103a
Adjective Concept
EL
βασικός
EL
(χημεία) αυτός που χαρακτηρίζει ένα σώμα, μέσο ή διάλυμα, το οποίο έχει τις ιδιότητες των βάσεων Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
(χημεία) αυτός που χαρακτηρίζει ένα σώμα, μέσο ή διάλυμα, το οποίο έχει τις ιδιότητες των βάσεων Greek Open Multilingual WordNet
CATEGORY DOMAIN
Greek Open Multilingual WordNet