bn:00098197a
Adjective Concept
EL
πρώτος
EL
Ο παλαιότερος, αυτός που προηγείται χρονολογικά Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ο παλαιότερος, αυτός που προηγείται χρονολογικά Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet