bn:00098345a
Adjective Concept
EL
περίοπτος  εμφανής
EL
Αυτός που προεξέχει και είναι εμφανής σε κάποια τοποθεσία ή προβάλλεται λόγω της σπουδαιότητάς του Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που προεξέχει και είναι εμφανής σε κάποια τοποθεσία ή προβάλλεται λόγω της σπουδαιότητάς του Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet