bn:00099441a
Adjective Concept
EL
κεντρικός
EL
Αυτός που βρίσκεται στο κέντρο ή περίπου στο κέντρο ενός ευρύτερου χώρου Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που βρίσκεται στο κέντρο ή περίπου στο κέντρο ενός ευρύτερου χώρου Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet