bn:00099853a
Adjective Concept
EL
ασκητικός  καλογερικός  μοναστικός  μοναχικός
EL
Αυτός που σχετίζεται με τους καλόγερους, καλογερική ζωή απομακρυσμένη από τα εγκόσμια Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που σχετίζεται με τους καλόγερους, καλογερική ζωή απομακρυσμένη από τα εγκόσμια Greek Open Multilingual WordNet