bn:00100081a
Adjective Concept
EL
εμπορικός
EL
Αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο εμπόριο ή στον έμπορο ή που έχει ως αντικείμενό του το εμπόριο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο εμπόριο ή στον έμπορο ή που έχει ως αντικείμενό του το εμπόριο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet