bn:00100091a
Adjective Concept
EL
κοινός  συνηθισμένος  κοινή
EL
Αυτός που δεν έχει κάτι το ιδιαίτερο ή εξαιρετικό Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που δεν έχει κάτι το ιδιαίτερο ή εξαιρετικό Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations