bn:00100199a
Adjective Concept
EL
κοινός
EL
Αυτός που γίνεται από κοινού, με τη συμμετοχή και την συμφωνία πολλών Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που γίνεται από κοινού, με τη συμμετοχή και την συμφωνία πολλών Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet